αγιοπολίτης

αγιοπολίτης
Ανώνυμο μεσαιωνικό χειρόγραφο, που βρίσκεται στη βασιλική βιβλιοθήκη του Παρισιού. Περιέχει τη θεωρία και πράξη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Διχογνωμία υπάρχει για το όνομα του συγγραφέα της διατριβής. Σύμφωνα με ορισμένους, πρόκειται για έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού, άλλοι υποστηρίζουν ως συγγραφέα τον Ανδρέα Κρήτης και άλλοι τον Σέργιο ή τον Στέφανο, που είναι γνωστοί, ο καθένας χωριστά, με το όνομα Α. Το χειρόγραφο, με σχόλια και γαλλική μετάφραση, εκδόθηκε το 1847 στο Παρίσι από τον A.J.H. Vincent.
* * *
ο
αυτός που κατάγεται από την άγια πόλη, δηλαδή την Ιερουσαλήμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγια πόλη.
ΠΑΡ. ἁγιοπολιτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Μελωδός — (Δαμασκός; περ. 685 – Μαϊουμά, Παλαιστίνη περ. 750). Επίσκοπος Μαϊουμά και εκκλησιαστικός υμνογράφος. Είναι γνωστός επίσης με τα επίθετα Ιεροσολυμίτης και Αγιοπολίτης. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και τον υιοθέτησε ο πατέρας του Ιωάννη του… …   Dictionary of Greek

  • Σακελλαρίδης, Ιωάννης — I Έλληνας καθηγητής της εκκλησιαστικής μουσικής και υμνωδός, από το Λιτόχωρο του Όλυμπου (1854 1938). Σπούδασε εκκλησιαστική μουσική στη Θεσσαλονίκη και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και χρημάτισε καθηγητής της μουσικής σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Σέργιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (610 638) από τη Συρία, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη, τόσο από… …   Dictionary of Greek

  • τετραώδιον — Όρος της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Πρόκειται για κανόνα που αποτελείται από 4 ωδές. Τ. έγραψαν οι Κοσμάς ο Αγιοπολίτης, Μαϊουμάς, Ιωσήφ ο Στουδίτης και Θεόδωρος ο Στουδίτης …   Dictionary of Greek

  • АГИОПОЛИТ — [греч. ῾Αγιοπολίτης Святоградец, т. е. происходящий из Иерусалима], древнейший из сохранившихся визант. музыкально теоретических трактатов, составленный предположительно во 2 й пол. XII в. Как следует из предисловия, «А.» первоначально был… …   Православная энциклопедия

  • ВИЗАНТИЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — литургическая традиция, сформировавшаяся в средневизант. период в результате взаимодействия богослужебных традиций древних Церквей К поля и Иерусалима. История В. б. восходит к доиконоборческому времени (325 726) и в дальнейшем может быть… …   Православная энциклопедия

  • ГЕОРГИЙ АГИОПОЛИТ — [греч. Γεώργιος ὁ ῾Αγιοπολίτης], палестинский гимнограф IX в. Митр. Софроний (Евстратиадис) отождествил его с Георгием Анатолийским (см. в ст. Восточны). Др. исследователи считают, что под этим именем писал Сергий Агиополит (Émerеau C.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”